Vagação - ορισμός. Τι είναι το Vagação
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι Vagação - ορισμός


Vagar      
v. i.
Estar vago.
Estar vazio.
Achar-se desoccupado.
Sobejar; faltar.
Occupar-se, dedicar-se.
V. t. Des.
Abrir vagatura em.
Tornar vago.
m.
Estado do que não tem occupação; ócio; descanso.
Demora, lentidão.
Opportunidade.
Loc. adv.
"De vagar", lentamente; mansamente.
Sem barulho.
Sem pressa.
(Do lat. "vacare")
v. i.
Andar sem destino, ao acaso.
Vaguear.
Fig.
Espalhar-se, propalar-se.
Boiar.
V. t. Des.
Percorrer ao acaso, sem destino.
(Lat. "vagari")
vago      
s.m. (-1913 cf. CF 2 ) ÍND m.q. tigre ( Panthera tigris )
-etim orig.obsc. -hom ver 1 vago
vago      
adj. (-1365 cf. FichIVPM)
1 que não está ocupado ou preenchido; vazio
cargo v. espaços v. no papel
2 que não tem donos conhecidos
bens v., terrenos v.
3 que não tem habitantes; devoluto, desabitado
terreno v.
4 que não tem moradores; desocupado, vazio
apartamento v.
-etim lat. vacùus,a,um 'vazio'; ver 1 vag- ; f.hist. 1365 vagar , sXIV vagos -sin/var ver sinonímia de desabitado -ant ver antonímia de desabitado -hom vago(fl.vagar) Ç noção de 'vago', usar antepos. 1 vac-, vacu- e vaz-